- ανεμόσυκο
- τοατροφικό σύκο που ωρίμασε χωρίς τεχνητή γονιμοποίηση με αγριόσυκα (ερινεούς).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ανεμόσυκο — το σύκο κακής ποιότητας είτε γιατί το έχει χαλάσει σφοδρός άνεμος ή γιατί δεν έχει αναπτυχθεί κανονικά (χωρίς αγριόσυκο) … Dictionary of Greek
άνεμος — ο (AM ἄνεμος) 1. ρεύμα αέρα που προκαλείται απο φυσικά αίτια, βίαιη μετακίνηση του αέρα προς μια κατεύθυνση 2. μτφ. άσκοπη ασχολία, ματαιοπονία, ματαιότητα μσν. νεοελλ. (κατ’ ευφημισμό) διάβολος, δαίμονας νεοελλ. φρ. «πάει κατ’ ανέμου» ή «πάει τ’ … Dictionary of Greek